- παρατάω
- παρατάω (δε συνηθίζεται η κλίση σε -ώ), παράτησα βλ. πίν. 58——————Σημειώσεις:(παρατάω) – παρατιέμαι : από την παθητική φωνή χρησιμοποιείται κυρίως η μτχ. παρατημένος.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μουντζώνω — και μουτζώνω (Μ μουντζώνω και μουτζώνω και μουζώνω) νεοελλ. 1. κάνω σε κάποιον την υβριστική χειρονομία τής μούντζας, φασκελώνω 2. εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι από περιφρόνηση ή από αγανάκτηση, παραιτούμαι από κάτι, τά παρατάω («μούντζωσέ τα και… … Dictionary of Greek
παρατιέμαι — παρατιέμαι, παρατήθηκα, παρατημένος βλ. πίν. 59 Σημειώσεις: (παρατάω) – παρατιέμαι : από την παθητική φωνή χρησιμοποιείται κυρίως η μτχ. παρατημένος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εγκαταλείπω — εγκατέλειψα και εγκατάλειψα, εγκαταλείφτηκα, εγκαταλειμμένος, μτβ. 1. αφήνω κάτι ή κάποιον στην τύχη του απροστάτευτο, παρατάω, τα μουντζώνω: Εγκατέλειψε τη θέση του. 2. απομακρύνομαι από κάπου για πάντα: Εγκατέλειψε επιτέλους την Αμερική και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)